- ἱκοίμην
- ἱκνέομαιcomeaor opt mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδίψιος — ον, Α (για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υπο δίψιος)] … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek